Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το δραματικό θέατρο

  • 1 театр

    α.
    1. το θέατρο (ως Τέχνη)•

    древнегреческий театр το αρχαιοελληνικό θέατρο•

    кукол κουκλοθέατρο•

    оперный театр μελοδραματικό θέατρο•

    драматический театр δραματικό θέατρο.

    || το ίδρυμα, το κτίριο•

    работаю в -е εργάζομαι στο θέατρο•

    иду в театр πηγαίνω στο θέατρο.

    2. το μέρος όπου έγιναν μεγάλα γεγονότα•

    театр военных действий το θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων.

    3. θέαμα, παράσταση•

    сегодня -а не будет σήμερα δε θα έχει θεατρική παράσταση.

    4. τα θεατρικά έργα•

    театр мольера τα έργα του Μολιέρου.

    εκφρ.
    на -е – στη σκηνή.

    Большой русско-греческий словарь > театр

  • 2 драматический

    драматический δραματικός; \драматический театр το δραματικό θέατρο
    * * *

    драмати́ческий теа́тр — το δραματικό θέατρο

    Русско-греческий словарь > драматический

  • 3 драматический

    επ.
    δραματικός•

    драматический театр δραματικό θέατρο•

    драматический кружок δραματικός όμιλος.

    Большой русско-греческий словарь > драматический

См. также в других словарях:

  • θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • παιδικό θέατρο — Όλες οι μορφές του θεάματος (θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση, τσίρκο κ.ά.) συνδέονται στενά με το παιδί, διότι συγκαταλέγονται στη ζωτικότερη κατηγορία για τα παιδιά, το παιχνίδι. Αν αρχίσουμε από το αρχαιότερο θέαμα του κόσμου, το θέατρο,… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ολντ Βικ — (Old Vic Theater). To μεγαλύτερο δραματικό θέατρο του Λονδίνου. Η ιστορία του χωρίζεται σε δύο περιόδους. Η πρώτη χρονολογείται από τα εγκαίνια του (11 Μαΐου 1818) έως το 1898 και η δεύτερη από το 1898 έως τις ημέρες μας. Αρχικά λεγόταν Royal… …   Dictionary of Greek

  • κομπάρσος — Βοηθητικό, συνήθως βουβό, πρόσωπο σε θεατρική παράσταση και σε κινηματογραφική ή τηλεοπτική ταινία. Οι κ. χρησιμοποιήθηκαν σε όλες τις εποχές και σε κάθε θεατρικό είδος. Ενώ στο δραματικό θέατρο ο αριθμός τους ήταν συνήθως περιορισμένος, στο… …   Dictionary of Greek

  • Πιτόεφ — (Pittoeff). Οικογένεια Γάλλων ηθοποιών και ανθρώπων του θεάτρου, ρωσικής καταγωγής. 1. Ζορζ (1884 – 1939). Σπούδασε νομικά το 1905 στο Παρίσι και παράλληλα έπαιζε σε ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις. Όταν γύρισε στη Ρωσία εργάστηκε στο θέατρο… …   Dictionary of Greek

  • Σαλιάπιν, Φιοντόρ Ιβάνοβιτς — Ρώσος βαθύφωνος που απόχτησε γαλλική υπηκοότητα (Καζάν 1873 – Παρίσι 1938). Από οικογένεια χωρικών πέρασε σκληρά και βασανισμένα παιδικά και νεανικά χρόνια. Το μουσικό θέατρο, που τράβηξε το ενδιαφέρον του από τα παιδικά του χρόνια, τον έκανε να… …   Dictionary of Greek

  • Γεννάδης, Γεώργιος — (Αθήνα 1869 – 1933). Ηθοποιός, γιος του Νικολάου Γ., υπαλλήλου του διπλωματικού σώματος. Αρχικά σπούδασε στη νομική σχολή της Αθήνας, αλλά η μεγάλη του αγάπη για το θέατρο υπερίσχυσε και ο Γ. ανέβηκε στη σκηνή με το ψευδώνυμο Γεώργιος Βερρής, που …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»